Το Εθνικό Πάρκο Λιμνοθαλασσών Μεσολογγίου-Αιτωλικού

Το Εθνικό Πάρκο έχει έκταση περίπου 630.000 στρεµµάτων. Η µεγάλη σηµασία του Εθνικού Πάρκου έγκειται στην πολυµορφία των οικοτόπων και σχηµατισµών και κατά συνέπεια στο ρόλο του για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Σε ό,τι αφορά το καθεστώς προστασίας, το Εθνικό Πάρκο περιλαµβάνει υγροτοπικές περιοχές ενταγµένες στους υγρότοπους διεθνούς σηµασίας (RAMSAR) ως ενδιαίτηµα για τα υδρόβια και παρυδάτια πουλιά, οικότοπους προτεραιότητας (οδηγία 92/43) και σηµαντικές περιοχές για τα πουλιά (οδηγία 79/409). Πλέον αυτών, η διαχείριση της περιοχής διέπεται από τους όρους της Οδηγίας 60/2000 για τα νερά, τον Κανονισµό για την Αλιεία στη Μεσόγειο και τον Κανονισµό 1100/2007 για την ανασύσταση των αποθεµάτων χελιού. Βάσει αυτών, στην περιοχή απαντώνται 25 τύποι οικοτόπων προτεραιότητας και 65 προστατευόµενα είδη πουλιών (απειλούµενα µε εξαφάνιση, τρωτά και σπάνια).

Εξετάζοντας την περιοχή στη σύγχρονη µορφή της, µετά τις επεµβάσεις της δεκαετίας του 60-70, καθώς και τις πιο πρόσφατες, που αφορούν στα φράγµατα ποταµών Ευήνου και Αχελώου, από το σύνολο του συµπλέγµατος µπορούµε να διακρίνουµε τρεις χωρικές ενότητες που εµφανίζονται ιδιαίτερα πληγείσες ή ευάλωτες:

α) λιµνοθάλασσα Ανατολικής Κλείσοβας

β) λιµνοθάλασσα Αιτωλικού

γ) αµµονησίδες λιµνοθάλασσας Μεσολογγίου

Οι χωρικές αυτές ενότητες θα πρέπει να ληφθούν ιδιαίτερα υπ όψη κατά τον σχεδιασµό δράσεων και έργων από τον Φορέα Διαχείρισης.

Πιο συγκεκριµένα:

α) λιµνοθάλασσα Ανατολικής Κλείσοβας

Είναι κλειστή, αποδέκτης του Μεσολογγίου, των ρεµάτων Αγριλιάς και Αγ. Θωµά, των οµβρίων Μεσολογγίου και αποστραγγίσεων γεωργικών γαιών. Η επικοινωνία µε τον Πατραϊκό Κόλπο, µέσω διαύλου µήκους περίπου 5.000 m, κατά περιόδους διακόπτεται λόγω συσσώρευσης άµµου στο στόµιο. Παράλληλα, η εκροή αποστραγγιστικού αντλιοστασίου στην περιοχή του διαύλου αυτού δρα συχνά ανασχετικά προς την παλίρροια και εποµένως στην ανανέωση του νερού. Τόσο η περιορισµένη επικοινωνία µε τη θάλασσα όσο και η παροχή γεωργικών και όχι πλήρως επεξεργασµένων αστικών λυµάτων έχουν δηµιουργήσει συνθήκες έντονου ευτροφισµού που οδηγεί και σε κρίσεις ανοξίας. Η χαµηλή ροή νερού µεταξύ βορείου και νοτίου τµήµατος της λιµνοθάλασσας έχουν δηµιουργήσει ιδανικές συνθήκες ανάπτυξης αποικιών πολύχαιτων, οι οποίες ουσιαστικά λειτουργούν ως φράγµα. Εξαιτίας αυτών το βόρειο τµήµα της λιµνοθάλασσας έχει ουσιαστικά αποµονωθεί. Υπάρχει ανάγκη άµεσης λήψης µέτρων για: τη βελτίωση της ποιότητας του νερού που εκρέει στο βόρειο τµήµα της λιµνοθάλασσας τη διευκόλυνση εισόδου του θαλασσινού νερού µε τη διατήρηση µονίµως ανοικτού του στοµίου του διαύλου και συγχρόνως τη ρύθµιση της λειτουργίας του αντλιοστασίου κατά τη φάση της αµπώτιδας.

β) λιµνοθάλασσα Αιτωλικού

‘Ένα από τα κυριότερα προβλήµατα που αντιµετωπίζει σήµερα η προστατευόµενη περιοχή, είναι το φαινόµενο της έκλυσης υδρόθειου, κάτω από ειδικές συνθήκες, στη λιµνοθάλασσα του Αιτωλικού που σχετίζεται µε την ανοξική ζώνη που καταλαµβάνει τα µεσαία και κατώτερα στρώµατα της υδάτινης µάζας της. Εξ αιτίας της µορφολογίας της λιµνοθάλασσας, της µόνιµης στρωµάτωσης, καθώς και της σύστασης των πετρωµάτων που την περιβάλουν, µεγάλες ποσότητες υδρόθειου, ενός ιδιαίτερα τοξικού αερίου, είναι εγκλωβισµένες στα βαθύτερα της στρώµατα του νερού. Η ανάµειξη της υδάτινης στήλης έχει ως αποτέλεσµα την απελευθέρωσή του, θανατώνοντας τους υδρόβιους οργανισµούς που ζουν σε αυτή, ενώ παράλληλα η ατµόσφαιρα γίνεται αποπνικτική για τους κατοίκους της περιοχής. Οι µηχανισµοί που συντελούν στην ανάµειξη της υδάτινης στήλης της λιµνοθάλασσας του Αιτωλικού, την ταυτόχρονη απελευθέρωση υδρόθειου και τις συνακόλουθες καταστροφικές συνέπειες, δεν είναι απόλυτα διευκρινισµένοι. Οι έως τώρα παρατηρήσεις δείχνουν ότι η απελευθέρωση γίνεται τους χειµερινούς µήνες, µετά από σφοδρούς ανέµους, συνήθως νότιους ή νοτιοανατολικούς. Τότε διαταράσσεται η ισορροπία που κρατά τα ανοξικά νερά στα βαθιά και τα ελαφρύτερα οξυγονωµένα γλυκά στα ρηχά. Το υδρόθειο ανέρχεται στην επιφάνεια, δεσµεύει το διαθέσιµο διαλυµένο στο νερό οξυγόνο, οι υδρόβιοι οργανισµοί θανατώνονται λόγω ασφυξίας ή τοξικής δράσης και τέλος, εκλύεται στην ατµόσφαιρα.

9 Το υδρόθειο (Η 2 S) είναι ένα από τα πλέον δηλητηριώδη αέρια στη φύση. Είναι άχρωµο και έχει έντονη χαρακτηριστική οσµή. Το γεγονός ότι είναι σχετικά βαρύτερο του αέρα, συντελεί στη δύσκολη διασπορά του, ιδιαίτερα όταν µετά την απελευθέρωσή του επικρατεί άπνοια. Συγκεντρώσεις του υδρόθειου στην ατµόσφαιρα που φτάνουν µέχρι και τα 20 ppm, θεωρούνται ακίνδυνες, το σηµαντικό όµως είναι ότι συγκεντρώσεις µεγαλύτερες από 150 ppm, προκαλούν απώλεια της αίσθησης της όσφρησης. Ενώ λοιπόν το υδρόθειο στην ατµόσφαιρα σε µικρές συγκεντρώσεις γίνεται αντιληπτό εξαιτίας της χαρακτηριστικής οσµής του, σε µεγάλες συγκεντρώσεις δεν γίνεται αντιληπτό και η παρατεταµένη έκθεση σε αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις.

Τα αποτελέσµατα της ολικής ανάµειξης της λιµνοθάλασσας του Αιτωλικού παρουσιάστηκαν µε µεγαλύτερη συχνότητα στις αρχές της δεκαετίας του 90. Σε µία ιδιαίτερα έντονη εκδήλωση του φαινοµένου οι ποσότητες των νεκρών ψαριών που εκβράστηκαν στην ακτή εκτιµήθηκε εµπειρικά ότι πλησίαζαν τους 140 τόνους, ενώ προφανώς πολλαπλάσιες ήταν οι ποσότητες των νεκρών ψαριών που έµειναν στο πυθµένα ενώ οι ψαράδες µιλούσαν για περισσότερους από 500 τόνους (Λεονάρδος και Σίνης, 1997 1 ). Το 2010 ( ηµητρίου κ.α. 2 ) ανακοινώθηκαν για πρώτη φορά καταγραφές ορισµένων περιβαλλοντικών παραµέτρων που έγιναν την ώρα που εκδηλωνόταν ανοξική κρίση στην ευξεινική λεκάνη της λιµνοθάλασσας Αιτωλικού τον εκέµβριο του 2008 καθώς και στο διάστηµα των µηνών µετά την εκδήλωση και την αποκατάσταση της σχετικής ισορροπίας του συστήµατος. Όπως παρουσιάζεται αναλυτικά στη συνέχεια της εργασίας αυτής, µετά από την εκτέλεση ορισµένων έργων που στηρίχτηκαν στη µελέτη Ψιλοβίκου (δεκαετία 90) έχουν καταγραφεί τάσεις υποχώρησης του ανοξικού στρώµατος (Γιάννης Κ., Ζαχαρίας Ι.,2009 3 ).

Η ανάγκη συνεχούς παρακολούθησης του λιµνοθαλάσσιου συστήµατος του Αιτωλικού, για τη µελέτη της εξέλιξης του φαινοµένου είναι προφανής. Ο Ψιλοβίκος καθώς και άλλοι επιστήµονες που κατά καιρούς έχουν εργαστεί στην περιοχή έχουν προτείνει τη δηµιουργία ενός αριθµητικού µοντέλου, ως λύση στην κατανόηση της υδροδυναµικής των λιµνοθαλασσών Μεσολογγίου και Αιτωλικού. Οι συστηµατικές και στοχευµένες µετρήσεις, θα µπορούσαν να τροφοδοτήσουν ένα µαθηµατικό µοντέλο που να εξηγήσει το µηχανισµό που οδηγεί στην υποβάθµιση των οικοσυστηµάτων.

Ανεξάρτητα των παραπάνω, γεγονότα όπως αυτά της εσκεµµένης ρύπανσης της λιµνοθάλασσας µέσω της διοχέτευσης αποβλήτων σε αποστραγγιστικούς αύλακες ή λόγω υπερχειλίσεων ή ακόµα από την µη ορθή λειτουργία του εµποδίζουν την αποκατάστασή του σε τόσο κρίσιµη 1 Leonardos I., Sinis A. (1997). Fish mass mortality in the Etoliko lagoon Greece: The role of local ecology. Cybium, 21(2): 201-206. 2 ηµητρίου κ.α. (2010)Καταγραφές ορισµένων περιβαλλοντικών παραµέτρων κατά την διάρκεια και µετά την εκδήλωση ανοξικής κρίσης στην Ευξεινική λεκάνη της λιµνοθάλασσας Αιτωλικού. Πρακτικά 14ου Πανελληνίου Συνέδριου Ιχθυολόγων, Αθήνα 2010 3 Γιαννης Κ. Ζαχαρίας Ι.(2009) Εξακολουθεί η λιµνοθάλασσα Αιτωλικού να είναι µόνιµα ανοξική. Πρακτικά 9ου Πανελληνίου Συνέδριου Ωκεανογραφίας και Αλιείας Πάτρα 2009

10 κατάσταση οικοσυστήµατος που επιχειρείται είτε µε την εκτέλεση έργων είτε συντελείται από τις ίδιες τις φυσικές διεργασίες. Με τον τρόπο αυτό οι βελτιώσεις στο οικοσύστηµα που καταγράφονται αποκτούν έτσι και αλλιώς παροδικό χαρακτήρα.

γ) αµµονησίδες λιµνοθάλασσας Μεσολογγίου – Αιτωλικού

Οι αµµοθίνες στο µέτωπο της λιµνοθάλασσας Μεσολογγίου, που σχηµατίστηκαν από τους δύο ποταµούς της περιοχής, αποτελούν τη µεταβατική ζώνη θάλασσας-ξηράς και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι/ευάλωτοι σχηµατισµοί τεράστιας σηµασίας για την άγρια ζωή και τη βλάστηση που έχει προσαρµοστεί στις κρατούσες ακραίες συνθήκες. Παίζουν εξαιρετικό ρόλο για τη διατήρηση της ακτογραµµής και για την υπόγεια υδροφορία. Τα τελευταία 40 χρόνια η λειτουργία των φραγµάτων, που αφενός κατακρατούν φερτά υλικά των ποταµών, αφετέρου µειώνουν τη µεταφορική τους ικανότητα είχε ως αποτέλεσµα να διακοπεί η ενίσχυση των αµµονησίδων µε νέα υλικά και συνεπώς δρουν κατά κύριο λόγο οι παράγοντες διάβρωσής τους µε ορατά αποτελέσµατα.

Ως άµεσα επιβαρυντικοί παράγοντες θα πρέπει να θεωρηθούν οι οικισµοί που έχουν αναπτυχθεί στην παραλία Λούρου (περιλαµβανοµένης της αλλοίωσης της βλάστησης, της κυκλοφορίας των οχηµάτων, της άντλησης νερού κλπ.) και οι πρόβολοι που έχουν κατασκευαστεί στο µέτωπο της λιµνοθάλασσας του Παλαιοποτάµου, µετά από ειδική µελέτη µε στόχο την αντιµετώπιση της διάβρωσης, σε ό,τι αφορά το δυτικό τµήµα, έχουν επιδράσει στη πλήρη διάλυση της αµµονησίδας. Το γεγονός ότι η διάβρωση έχει προχωρήσει σε βαθµό αποκάλυψης και του υποβάθρου των αναχωµάτων του µετώπου κάνει επιτακτική την ανάγκη λήψης άµεσων µέτρων.

Σύµπλεγµα Λιµνοθαλασσών Μεσολογγίου Αιτωλικού
Α) Έργα – Μελέτες – ∆ράσεις περιόδου 1981 – 2010
Β) Αξιολόγηση
Γ) Προτεινόµενες παρεµβάσεις