Ιαματικά Λουτρά: Προς Θεού, όχι άλλο φιάσκο!

Toυ Γιώργου Θ. Γεωργόπουλου

Προ ημερών, είχα την ευκαιρία να συναντηθώ με ορισμένα άτομα που ενδιαφέρονται για την τουριστική προβολή του Μεσολογγίου και συζητήσαμε το θέμα των ιαματικών λουτρών με λάσπη από τη λιμνοθάλασσα. Η συζήτηση έγινε με αφορμή ένα αρκετά κατατοπιστικό άρθρο της δημοσιογράφου κυρίας Βάσως Βήττα, που δημοσιεύθηκε στην ΑΙΧΜΗ, στο φύλλο της 8ης Δεκεμβρίου 2016.

Όλοι οι μετέχοντες στη συζήτηση, λίγο ως πολύ, είχαν αρκετές γνώσεις πάνω στην αποτελεσματικότητα αυτών των λασπόλουτρων που γίνονται κατά τη θερινή περίοδο. Άλλοι εξ ιδίας πείρας και άλλοι από πληροφορίες που είχαν συλλέξει από ανθρώπους που ωφελήθηκαν αρκετά από αυτή τη λασποθεραπεία.

Κάποιος από τους συμμετέχοντες, μας έθεσε υπόψη τη μελέτη του Εργαστηρίου Υδρογεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, που είχε εκπονηθεί το 2011. Η μελέτη αυτή, για όσους δεν την έχουν υπόψη τους, περιορίζεται κυρίως στο να εξετάσει συγκεκριμένες περιοχές της λιμνοθάλασσας από την άποψη της ποιότητας της λάσπης που λήφθηκε από τον βυθό. Και όταν λέμε διερεύνηση ποιότητας, εννοούμε την διερεύνηση ύπαρξης κατάλληλων ιχνοστοιχείων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ιαματικά για ορισμένες παθήσεις. Και πράγματι, βρέθηκαν και καταγράφτηκαν ορισμένα τέτοια στοιχεία, που όμως δεν αρκούν για να προσδώσουν στη λάσπη της λιμνοθάλασσας την επίσημη βούλα για να θεωρηθεί ιαματική.

Στην πράξη όλοι ξέρουμε ότι, εδώ και πολλές δεκαετίες, χιλιάδες άνθρωποι τα καλοκαίρια αλείφονται με λάσπη με την προσδοκία να περάσουν έναν ήρεμο χειμώνα, απαλλαγμένοι από τους πόνους των αρθριτικών. Με δεδομένη λοιπόν αυτή την ευεργετική επίδραση της λάσπης σε ορισμένες παθήσεις, εύλογα μπορεί να πει κανείς ότι σωστά ενδιαφέρθηκε ο Δήμος να εξετάσει το κατά πόσον ικανοποιούνται τα κριτήρια «ιαματικότητας» των νερών της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου.

Όμως, μέχρι τώρα, δεν υπάρχει τέτοια μελέτη που να διερευνά αν πράγματι η λάσπη της λιμνοθάλασσας έχει ιαματικές ιδιότητες και παράλληλα να κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για την αξιοποίησή της. Κάτι τέτοιο, είναι πολύ πιθανόν να μη συμβεί ούτε στο αμέσως προσεχές διάστημα αφού, όπως επικαλείται το άρθρο της κας Βήττα αλλά και η υδρογεωλογική μελέτη του Πανεπιστημίου Πατρών, «η ελληνική νομοθεσία δεν προβλέπει συγκεκριμένες ιδιότητες, προκειμένου να χαρακτηρίζονται οι πηλοί ιαματικοί».

Η ύπαρξη σχετικής νομοθεσίας, σύμφωνα πάντα με τα διεθνή επιστημονικά πρότυπα, (αν υπάρχουν τέτοια), είναι άκρως απαραίτητη προκειμένου η λάσπη (πηλός) της λιμνοθάλασσας να λάβει τη σχετική πιστοποίηση ώστε να ακολουθήσει η τουριστική εκμετάλλευση της περιοχής ως ιαματική. Βλέποντας λοιπόν ότι εξ αρχής δεν υπάρχει τέτοια πιστοποίηση, συμπεραίνουμε ότι είναι αδύνατον να υπάρξουν επενδυτές που θα διαθέσουν χρήματα για να δημιουργήσουν τις απαραίτητες υποδομές στις οποίες θα εξυπηρετούνται οι επισκέπτες.

Όμως, η έλλειψη σχετικής νομοθεσίας, δεν είναι το μόνο εμπόδιο για την πραγμάτωση της συγκεκριμένης επένδυσης. Θα μπορούσα, έτσι πρόχειρα, να αναφέρω άλλα δύο, εξίσου σοβαρά εμπόδια, όπως είναι η έλλειψη κατάλληλων και επαρκών ξενοδοχειακών μονάδων και το εν γένει άσχημο έως και απωθητικό οικιστικό περιβάλλον της πόλης μας.

Τα υπάρχοντα ξενοδοχεία της πόλης απέχουν πολύ από το να θεωρούνται κατάλληλα και επαρκή για να καλύψουν τις ανάγκες μιας υπό τουριστικήν ανάπτυξη πόλης. Ως προς δε το περιβάλλον, φαντάζομαι ότι όλοι μας γνωρίζουμε τις ελλείψεις της πόλης μας σε πράσινο, καθαριότητα, ευταξία και άλλα παρόμοια. Κατά συνέπεια, και αν ακόμα είχαμε ήδη στο χέρι την πιστοποίηση της ιαματικότητας της λιμνοθάλασσας, θα χρειαζόμαστε δεκαετίες για να ικανοποιήσουμε τις απαιτήσεις των επενδυτών για να προβούν στην κατασκευή και εκμετάλλευση ειδικών χώρων λουτροθεραπείας.

Άφησα για το τέλος δύο ακόμα πολύ σημαντικά θέματα που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Το πρώτο είναι ο προσδιορισμός της επαρκούς ποσότητας λάσπης που πρέπει να υπάρχει για να καλυφθούν οι ανάγκες των επισκεπτών για μεγάλο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να είναι εφικτή η απόσβεση των κεφαλαίων που απατούνται για όλες αυτές τις εγκαταστάσεις. Και το ερώτημα είναι, υπάρχει άραγε αρκετή λάσπη για να καλυφθούν πολυετείς απαιτήσεις και από πού θα λαμβάνονται αυτές οι ποσότητες ώστε να μην καταστρέφεται η βιοποικιλότητα της λιμνοθάλασσας; Το δεύτερο και επίσης σπουδαίο θέμα είναι το σοβαρό πρόβλημα της χωροθέτησης των λουτρικών εγκαταστάσεων στον σχετικά περιορισμένο θαλάσσιο χώρο στην Κλείσοβα, την Πλώσταινα και τα Ρεμπάκια. Εντάξει, να φτιάξουμε εγκαταστάσεις στην περιοχή της Κλείσοβας, αλλά πού; Στο δρόμο της Τουρλίδας, στην περιοχή των αλυκών ή στη μπούκα απ’ όπου μπαίνουν τα νερά του Πατραϊκού;

Ναι, είναι πολύ ωραίο να βάζουμε υψηλούς στόχους για την πόλη μας, όμως αυτοί είναι πραγματοποιήσιμοι και τελικά θα αποδειχθούν χρήσιμοι για την πόλη ή θα μας δημιουργήσουν μόνιμα προβλήματα χωρίς ιδιαίτερο κέρδος;

Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 80 ιδρύθηκε το ΤΕΙ, όλοι πιστέψαμε ότι επιτέλους πραγματοποιήθηκε το όνειρο της ανάπτυξης που επιδιώκαμε. Και έγιναν σχολές – (δυστυχώς) πολλές σχολές – και ήρθαν φοιτητές – πολλοί φοιτητές – και έγιναν ψηλές πολυκατοικίες για να τους στεγάσουμε και λόγω των στενών δρόμων μειώθηκε ο φυσικός αερισμός των δρόμων – και έγιναν καφετέριες, η μία πάνω στην άλλη για να διασκεδάζουν οι φοιτητές σε μια μικρή πόλη – και έπεσε χρήμα, το περισσότερο από το οποίο ήταν «μαύρο» – και γέμισαν οι δρόμοι από τα γιώτα χι των φοιτητών – και αυξήθηκε ο κυκλοφοριακός φόρτος στους στενούς δρόμους της πόλης – και μετά αρχίσαμε να δυσφορούμε που χάσαμε την ησυχία μας χωρίς παράλληλα να έχουμε πετύχει μια ουσιώδη ανάπτυξη που θα έδινε μέλλον και ζωή στο μικρό και παραμελημένο Μεσολόγγι. Και αργότερα, κάποια μέρα, άρχισαν να μειώνονται οι σχολές και οι φοιτητές που άφηναν λεφτά όλο και λιγόστευαν και τέλος μας έμειναν αμανάτι οι ανοίκιαστες γκαρσονιέρες και ο ΕΝΦΙΑ.

Τι ωραία που θα ήταν να είχαμε, από μόνοι μας, δημιουργήσει μια κουκλίστικη μικρή πόλη, καθαρή, ήσυχη με πάρα πολύ πράσινο στους δρόμους και λουλούδια στα μπαλκόνια, μια πόλη με απλά σπίτια, ίσαμε δυό πατώματα το πολύ, απαλλαγμένα από την δυσμορφία που δίνει στις σύγχρονες κατοικίες της Αθήνας η ανίερη χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος και τέλος μια πόλη με καταστήματα που θα πουλούσαν τα τοπικά μας προϊόντα, ψάρια νωπά ή επεξεργασμένα, αυγοτάραχα, ελιές, μέλι, αλάτι και λάδι!

Είμαι σίγουρος ότι πολλοί συμπολίτες μου δεν συμφωνούν με αυτά που γράφω επειδή τα βρίσκουν αρκετά ρομαντικά και παλιομοδίτικα. Όμως, όσοι πρόκειται να με κατηγορήσουν, ας σκεφτούν ποια μπορεί να είναι η εικόνα του Μεσολογγίου, μετά από κάμποσα χρόνια, αν τυχόν ήθελε πραγματοποιηθεί η λεγόμενη «τουριστική ανάπτυξη» μέσω των ιαματικών λουτρών στη λιμνοθάλασσα. Πριν πολλά χρόνια είμαστε τυχεροί που γλυτώσαμε από την αποξήρανση και έτσι σήμερα μπορούμε και κάνουμε τον περίπατό μας στην Τουρλίδα και ηρεμούμε απολαμβάνοντας της σπάνιες ομορφιές της. Με τα λασπόλουτρα θα έχουμε αυτή τη δυνατότητα;  

ΜΕΣΩΓιώργος Θ. Γεωργόπουλος
ΠΗΓΗaixmi-news